- ὑπερκειμένης
- ὑπέρκειμαιlie aboveperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)ὑπέρκειμαιlie abovepres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σικυώνα — Ημιορεινός οικισμός (1.002 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.). Βρίσκεται νότια και κοντά στο Κιάτο. Στην περιοχή της ήταν χτισμένη η ακρόπολη και η αρχαία πόλη Σικυών,… … Dictionary of Greek
πρέκι — το, Ν 1. οριζόντιο δοκάρι οικοδομής το οποίο τοποθετείται πάνω από άνοιγμα σε έναν τοίχο και συνήθως στο επάνω μέρος θύρας ή παραθύρου για την υποστήριξη τής υπερκείμενης τοιχοποιίας 2. φρ. «μού άλλαξε τα πρέκια» μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε… … Dictionary of Greek